τρυφερόχρως

τρυφερόχρως
τρῠφερό-χρως, ων, gen. ωτος,
A of tender skin or hue, Dsc.1.69, Orib. Fr.118.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τρυφερόχρως — ων, και ως ουσ. τρυφερόχρως, ωτος και τρυφεροχρώς, ῶτος, ὁ και ἡ, Α, και τρυφερόχρους, ουν, Μ μσν. αυτός που έχει ωραίο χρώμα αρχ. αυτός που έχει απαλό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + χρως / χρους (< χρώς, χρωτός «επιδερμίδα, χρώμα»), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”